- κρόνιος
- I
Προσωνυμία του Δία κατά την αρχαιότητα, που σχετίζεται με το όνομα του πατέρα του, του Κρόνου. Ο Δίας αποκαλείτο επίσης Κρονίδης. Κ. ονομαζόταν και ένας μήνας του ιωνικού μηνολογίου, περισσότερο γνωστός ως Κρονιών (βλ. λ. Κρόνια).II(2ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος. Βασίστηκε στον πλατωνισμό και στα πυθαγόρεια διδάγματα, προετοιμάζοντας το έδαφος για τον νεοπλατωνισμό· τα Υπομνήματά του διαβάζονταν στη σχολή του Πλωτίνου. Ασχολήθηκε με το ζήτημα της μετεμψύχωσης στο έργο του Περί παλιγγενεσίας, σχολίασε την Πολιτεία και τον Τίμαιο του Πλάτωνα και έδωσε μία αλληγορική ερμηνεία της ομηρικής περιγραφής (Οδύσσεια ν, 102 κ. εξ.) του άντρου των Νυμφών.* * *κρόνιος, -ία, -ον (Α) [Κρόνος]1. αυτός που έχει σχέση με τον Κρόνο («ώ Κρόνιε παῑ 'Ρέας, ἕδος 'Ολύμπου νέμων», Πίνδ.)2. μτφ. παμπάλαιος («ὦ μὦρε σὺ καὶ κρόνιον ὄζων», Αριστοφ.)3. το ουδ. εν. ως ουσ. τo Κρόνιονα) (ενν. ὄρος)ο λόφος τού Κρόνου στην Ολυμπία («παρ' εὐδείελον ἐλθὼν Κρόνιον», Πίνδ.)β) (ενν. τέμενος) ναός τού Κρόνουγ) είδος φυτού4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Κρόνιαεορτή προς τιμή τού Κρόνου που γινόταν κατά τον μήνα Εκατομβαιώνα («ὄντων Κρονίων καὶ διὰ ταῡτ' ἀφειμένης τῆς βουλῆς», Δημοσθ.)5. φρ. «κρόνιον ὄμμα» — συμφορά.
Dictionary of Greek. 2013.